- αμελέτητος
- -η, -ο1. αυτός που δε μελέτησε: Πήγε πάλι στο σχολείο αμελέτητος.2. αυτός που δε μελετήθηκε, που δεν προετοιμάστηκε: Η επιχείρηση απέτυχε, γιατί ήταν αμελέτητη.3. το ουδ. ως ουσ., το αμελέτητο ιδιαίτερα στον πληθ., τα αμελέτητα χρησιμοποιείται για πράγμα το οποίο δε θέλει κανείς να πει με το όνομά του από ντροπή ή φόβο (κακή αρρώστια, ο διάβολος κτλ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.